- φρονιμίτης
- ο, Νανατ. το δόντι τραπεζίτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < φρόνιμος + κατάλ. -ίτης* (πρβλ. τραπεζ-ίτης). Η λ., στον λόγιο τ. τού πληθ. φρονιμῖται, μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φρονιμίτης — ο το δόντι «σωφρονιστήρας» … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Muela del juicio — Cordal inferior. Las muelas del juicio son el tercer molar, también llamado cordal, que suele aparecer a las edades entre 16 y 25 años,[1] incluso no llegar a hacerlo nunca, aunque pueden aparecer a edades más tempranas o mucho más adelante. Se… … Wikipedia Español
-ίτης — (ΑΜ ίτης) κατάλ. μεγάλου αριθμού αρσ. ουσ. τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος της με το ληκτικό στοιχείο ι , θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. πολ ίτης), απ όπου επεκτάθηκε, αργότερα, και σε άλλα θέματα (πρβλ. ζευγ… … Dictionary of Greek
δοντιά — Όργανα της στοματικής κοιλότητας που ανήκουν στο πεπτικό σύστημα και εκτελούν την τομή και τη σύνθλιψη των στερεών τροφών. Μολονότι τα δ. αποτελούν χαρακτηριστικό στοιχείο των σπονδυλοζώων, μπορεί να ατροφήσουν και σε αυτά τα ζώα, οπότε… … Dictionary of Greek
εικοσιπενταρίτης — ο φρονιμίτης … Dictionary of Greek
σωφρονίτης — ο, Ν ο σωφρονιστήρας, ο φρονιμίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σώφρονας + κατάλ. ίτης (πρβλ. φρονιμ ίτης)] … Dictionary of Greek
σωφρονιστήρας — ο / σωφρονιστήρ, ῆρος, ΝΜΑ ανατ. ο τρίτος γομφίος οδόντας, αλλ. φρονιμίτης μσν. αρχ. σωφρονιστής αρχ. φρ. «σωφρονιστήρ λίθος» ο λίθος που ξανάφερε τον Ηρακλή στα λογικά του (Παυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σωφρονίζω + επίθημα τήρ(ας) (πρβλ. κομισ τήρ)] … Dictionary of Greek
σωφρονιστήρας — ο καθένα από τα δόντια που μετά το εικοστό (ή και μετά το τριακοστό) έτος της ηλικίας φυτρώνουν στα εσωτερικά άκρα των δύο σαγονιών, ο φρονιμίτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)